Ε’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Η παραβολή του φτωχού Λάζαρου και του πλούσιου την οποία θ’ακούσουμε στο σημερινό ευαγγέλιο του Λουκά είναι πολύ σπουδαία. Μας μεταδίδει μηνύματα αιωνίου ζωής, και φωτίζει και διαλευκαίνει το μυστήριο του θανάτου, τι συμβαίνει δηλαδή στον άνθρωπο μετά την αναχώρησή του από αυτό τον κόσμο.
Ο Χριστός στην αρχή της παραβολής, μας περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια την καθημερινή ζωή δύο ανθρώπων οι οποίοι ζουν κοντά κοντά, του φτωχού, ανήμπορου και άρρωστου Λάζαρου, και ενός πλούσιου. Ο Λάζαρος περνάει τη ζωή του έξω από την πόρτα της κατοικίας του αδιάφορου εκείνου πλούσιου, τρεφόμενος από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του, ενώ τον περιτριγυρίζουν διάφορα σκυλιά που γλύφουν τα έλκη και τις πληγές του σώματός του.
Ο Κύριος αποκαλεί τον φτωχό με το όνομα του, Λάζαρο, ενώ στον πλούσιο δεν δίνει όνομα, τον αγνοεί και τον αποκαλεί απλά «ο Πλούσιος». Λάζαρος στα εβραϊκά σημαίνει: “Ο Θεός είναι βοηθός μου, ο Θεός με βοηθάει”. Γιατί ο Χριστός αποκαλεί τον φτωχό, Λάζαρο; Γιατί ήθελε να μας αποκαλύψει τι ακριβώς αισθανόταν μέσα του. Ο Λάζαρος ήταν ο άνθρωπος που ζητούσε τη βοήθεια του Θεού, είχε στηρίξει τις ελπίδες του σ’ Αυτόν, ζούσε με τη σκέψη Του. Μας δείχνει λοιπόν ο Χριστός ότι αληθινό πρόσωπο, αληθινή υπόσταση, έχει αυτός που ζει με τον Θεό. Εκείνος που εκτός από την ψυχή και το σώμα, έχει και τη Χάρη του Θεού μέσα του. Ενώ εκείνος που δεν έχει τη Χάρη, δηλαδή το Πανάγιο Πνεύμα, μπορεί μεν οντολογικά να είναι πρόσωπο, όμως δεν είναι πρόσωπο σε σχέση με το Θεό, γιατί ο νους του έχει υποδουλωθεί στην ύλη και στα γήϊνα, όπως του Πλούσιου.
Κατόπιν μας λέει ο Χριστός ότι απέθαναν και οι δύο, και ότι η ψυχή του Λάζαρου παραλήφθηκε από τους Αγγέλους και συνοδεύθηκε τιμητικά όπως η ψυχή των Αγίων, –αυτή τη σημασία έχει η λέξη “απηνέχθη”-, μέχρι την αγκαλιά –“τον κόλπον”- του Αβραάμ, ενώ η ψυχή του Πλούσιου πήγε στον Αδη. Εχουμε λοιπόν μία νέα κατάσταση γι’ αυτές τις δύο ψυχές, κατά την οποία ο μεν Λάζαρος ευφραίνεται με τον Αβραάμ, ενώ ο Πλούσιος βασανίζεται μέσα στον Άδη. Γιατί άραγε ο Λάζαρος οδηγήθηκε στον Αβραάμ ενώ υπήρχαν και οι άλλοι Πατριάρχες, ο Ιακώβ και ο Ισαάκ, ακόμη και οι Προφήτες όπως ο Μωϋσής και ο Ηλίας; Διότι ο Λάζαρος έμοιαζε στον Αβραάμ, όχι στα πλούτη του, αφού ο ένας ήταν παμπλουτος και ο άλλος πάμπτωχος, αλλά στη σχέση που είχαν και οι δύο με τα υλικά αγαθά. Ο Αβραάμ δεν εξαρτιόταν από τα πλούτη του, ήταν φιλόξενος και γενναιόδωρος, πρόθυμος να θυσιάσει και να προσφέρει στο Θεό και το πολυτιμότερο του αγαθό, τον γυιό του Ισαάκ.
Στο Λάζαρο αντίθετα, η σχέση του με τα υλικά αγαθά διαμορφωνόταν από τη στέρηση. Ο Λάζαρος δεν είχε τίποτα δικό του και υπέφερε, αλλά δεν εξαρτιόταν από αυτά, δεν τα ζητούσε. Δεν αναφέρεται ότι εγόγγυσε κατά του Θεού γιά τη φτώχεια του, δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν αγανάκτησε, δεν τα έβαλε ούτε με τη Θεία Πρόνοια ούτε με τους άλλους. Δεν φθόνησε τον Πλούσιο στην αυλή του οποίου ζούσε, ούτε τον κατηγόρησε, ούτε τον λοιδώρησε λέγοντας: “Εγώ είμαι ανώτερος από αυτόν, διότι ενώ εκείνος έχει όλα τα υλικά αγαθά, θα χάσει την ψυχή του από την σκληροκαρδία του”.
Ο Λάζαρος αποδεσμεύτηκε στη ζωή του από τα αγαθά και έστρεψε την προσοχή του και τον πόθο του στη Βασιλεία των Ουρανών, όπως ο Αβραάμ.
Η ψυχή του Πλούσιου παρέμενε στον Αδη όπου υπέφερε και παρακαλούσε τον Αβραάμ γιά λίγη ανακούφιση. Λένε οι Πατέρες ότι αυτά τα βασανιστήρια που νοιώθει η ψυχή όταν αποχωρισθή από το σώμα προέρχονται από τα αθεράπευτα πάθη του ανθρώπου, τα οποία αναζητούν ικανοποίηση αλλά δεν την βρίσκουν, λόγω του ότι δεν υπάρχει πλέον το σώμα γιά να τα ικανοποιήση. Αυτή η κατάσταση στον Αδη μοιάζει με την πλήρη απομόνωση ενός ανθρώπου ολομόναχου μέσα σε μιά φυλακή, όπου δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει τίποτε από αυτά που θέλει, και προκαλεί τρομακτική δυσφορία και βάσανο στην ψυχή. Ο Αδης είναι η πρόγευση της Κολάσεως, η οποία θα αρχίσει μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και το Μελλοντικό Δικαστήριο.
Στην παραβολή αναφέρεται ότι μεταξύ του τόπου που ευρισκόταν ο Λάζαρος και του Αδου υπήρχε “χάσμα μέγα” και δεν ήταν δυνατή η μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο, ήταν όμως ορατά τα γινόμενα και από τις δύο πλευρές. Αυτό σημαίνει ότι στην άλλη ζωή όλοι θα βλέπουν τον Θεό, αλλά μόνον οι δίκαιοι θα έχουν κοινωνία μ’ Αυτόν και μέθεξη -συμμετοχή- στη Δόξα Του, ενώ οι αμετανόητοι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία. Ολοι δηλαδή θα δέχονται τις ακτίνες του Θείου Φωτός, αλλά οι μετανοήσαντες και κεκαθαρμένοι θα βιώνουν την φωτιστική Του ενέργεια, ενώ οι αμετανόητοι την καυστική.
Ο Χριστός και σήμερα και μέσα στους αιώνες, απευθύνεται σε μας και μας ζητάει να είμαστε φιλάλληλοι και φιλόπτωχοι και να μην εξαρτόμαστε από τα υλικά αγαθά. Ούτε η φτώχεια ούτε ο πλούτος καθορίζουν τη σχέση μας με το Θεό. Μπορεί να μας στείλουν στον Παράδεισο όπως έστειλαν τον Αβράμ και τον Λάζαρο, η στην Κόλαση όπως έστειλαν τον Πλούσιο και τόσους φτωχούς που δεν μπόρεσαν να αποδεσμευτούν από τα πάθη που προκαλεί στον άνθρωπο η στέρηση των αγαθών. Μας καλεί ακόμη να βγούμε από την αυτάρκεια που νοιώθουμε, ιδιαίτερα στην εποχή μας όπου έχουμε οτιδήποτε επιθυμήσουμε, και να γίνουμε όπως ο Λάζαρος δηλαδή άνθρωποι ενθυμούμενοι και επικαλούμενοι τον Θεό. Τέλος ο Κύριος μάς υποδεικνύει και τον τρόπο που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε γιά να θεραπευθούμε, ώστε να βιώσουμε τον Θεό σαν Φως Ιλαρόν και όχι σαν φωτιά.
Ειναι η απάντηση που έδωσε ο Αβραάμ στον Πλούσιο στον Αδη: “Εχουσι Μωϋσέα και προφήτας. Ακουσάτωσαν αυτών” (Λουκ. 16, 29). Δηλαδή να τηρούμε τον Νόμο του Θεού στη ζωή μας, και να υπακούμε στους Προφήτες, δηλαδή στους αγίους ανθρώπους και στους πνευματικούς πατέρες κάθε εποχής. Εκείνους που κηρύττουν την μετάνοια και μας υποδεικνύουν έναν άλλο τρόπο σκέψεως και ζωής.
Πρωτοπρεσβύτερος, π. Κωνσταντίνος Μανέτας
LUKE’S 5TH SUNDAY
(The Parable of Lazarus and the rich man)
The parable of poor Lazarus and the rich man in today's gospel of Luke is very important. It spreads messages of eternal life, and brightens and clears up the mystery of death, as to what happens to man after his departure from this world.
At the beginning of the parable, Christ describes in detail the daily lives of two people who live close by, the poor helpless and sick Lazarus and a rich man. Lazarus spends his life outside the door of the residence of an insensible rich person, feeding on the crumbs that fell from the table, while he is surrounded by dogs that lick the sores and ulcers of his body.
Our Lord calls the poor man by his name, Lazarus, but to the rich one He gives no name, He ignores him and just calls him the Rich. Lazarus in Hebrew means "God is my helper, God helps me." Why is Christ calling the poor man, Lazarus? Because he wants to reveal to us what Lazarus felt in his heart. Lazarus was the man who sought God's help, had based his hopes in Him, lived with His thinking. We see therefore that only he who is living with God, is a true person and has a real hypostasis. Apart from his soul and body, he has the Grace of God, the Holy Spirit in him. While he who has no Grace, he may well be called ontologically a person, but he is not a person in relation to God, because his mind has been enslaved to matter and earthly pleasures as has the Rich man’s. Then Jesus tells us that they both died, and that the soul of Lazarus was taken up by the Angels and escorted honorably, like the soul of the Saints, to the bosom of Abraham, while the soul of the Rich went to Hades.
Thus we have a new situation for these two souls, where Lazarus rejoices with Abraham while the Rich man is tortured in Hades. Why is Lazarus led to Abraham although there were other patriarchs too, Jacob and Isaac, and even prophets like Moses and Elijah? Because Lazarus resembled to Abraham, not in the riches, since one was wealthy and the other very poor, but in the relationship they both had with material objects. Abraham did not think much of his wealth, he was hospitable and generous, willing to sacrifice and offer to God his most precious asset, his son Isaac. In contrast to the Patriarch, Lazarus’ relationship with material objects was shaped by deprivation. He owned nothing and he suffered, but he was not asking for anything. He did not grumble against God about his poverty, nor did he protest against the others. He did not envy the Rich in whose yard he lived, neither did he accuse him or taunt him by saying: "I'm a better person than him because while he has everything he will lose his soul because of his hardness." Lazarus was released from all kinds of property and therefore turned his attention and his desire to the kingdom of heaven, like Abraham.
The soul of the Rich remained in Hades, where he suffered, and begged Abraham for a little relief. The church Fathers say that the tortures felt by the soul have their roots in those human passions that were not cured before death.
These passions seek satisfaction but cannot obtain it because there no longer exists the body which used to satisfy them. The situation in Hades causes tremendous discomfort and suffering to the soul and resembles to a man isolated for life, all alone inside a prison, unable to do anything of the things he wants. Hades is the foretaste of Hell, which will begin after the Second Coming of Christ and the Future Judgment.
In the parable we hear also that between the Heaven where Lazarus was and Hades, there exists a "great gulf" like an obstacle and one can not be transferred from one place to another, but each side can see the other. This means that in the other life we will all see God, but only the righteous will have communion with Him and participation in His glory, while un-repented sinners will not. All will receive the same rays of Divine Light, but those who have repented and become purified will experience their enlightening power, whereas the un-repented their caustic one. My brothers, it is impossible in the short time available to analyze in detail this very important parable of our Lord. Christ today turns to us and asks us to be charitable and not depend on to material things. Neither poverty nor wealth define our relationship with God. They may send us to heaven as they did with Abraham and Lazarus, or to Hell as they sent today’s Rich and myriads of poor people who could not be freed from their passions that were caused by their deprivation of property. Our Lord is teaching us how we should cure ourselves, in order to experience God as a Gladsome Light and not like a fire. The answer was given by Abraham to the Rich in Hades: "They have Moses and the prophets; let them hear them "(Lk 16, 29). By this answer Christ teaches us to observe the Law of God in our lives, and to obey the Prophets, that is the Saints and the spiritual fathers throughout the ages. These are the ones who preach repentance and who guide us to a different way of living.
Protopresbyter, Fr. Konstantinos Manetas