LUKE’S 12th SUNDAY
Dear brothers and sisters in Christ,
In today's Gospel, the evangelist Luke describes the cure of the ten leper men by our Lord. These miserable people were social outcasts since the law considered unclean even those who approached and touched them, and they lived isolated in a village on the border between Judea and Samarea. As the Lord passed by the village, they shouted from afar with a loud voice: "Jesus Master, have mercy on us". Our merciful Lord then urged them to go be examined by the priests, who were responsible by law for the examination of lepers. The lepers, in obedience to His words, left to go there, and halfway through their journey they were cured from their disease. Out of the ten who were cured only one, a Samaritan, returned back to thank the Lord and to glorify God with gratitude in his heart. Then Jesus, after complaining about the ingratitude of the other nine, graced the Samaritan with peace and the salvation of his soul.
Dear brothers, in today's gospel, we hear the Lord stress the need for us to show our gratitude to God and glorify Him. The Samaritan man did not offer some material gifts to Jesus Christ, his benefactor and physician, but instead he offered his heart and soul. His heart felt the divine mercy and benevolence, so “he returned and with a loud voice glorified God” and his soul was filled with gratefulness for Jesus Christ, and “fell down on his face at His feet, giving Him thanks” (Luke 17, 15-16).
We know that God is omnipotent and perfect and is in need of nothing, neither our praises nor our gifts. Because, however, giving thanks to Him through our prayers and through our actions is a sign of a pure soul, He accepts it with goodwill. Gratitude is a great virtue and because of that, God asks for it, and in return, we are given the richest rewards.
In the beginning of the Old Testament, Abel is seen offering sacrifices of gratitude to God, and in order to not be doubted that these gifts were welcomed, the Bible states: “And the Lord had regard for Abel and his offering” (Gen. 4,4). Then comes Noah, “who found favor in the eyes of the Lord” (Gen., 6,8), as he offered sacrifices to God, in order to show his gratitude for having been saved from the flood. After Noah, the Patriarchs too showed their gratitude by building altars and offering sacrifices, which God accepted favorably. Indeed, the Bible affirms that God himself commanded Jacob that He wants us to be agreeable to Him, and He asks for proof of our gratitude. When Jacob had feared the wrath of his brother Esau and fled from his fatherland, God appeared to him, encouraged him and promised to protect him. And when he returned after many years and was happy and rich, God commanded him to show the gratitude he owed Him, by building an altar and offering sacrifices. Later on, in the New Testament, when we reach the perfecting of the Law by our Lord Jesus Christ, the virtue of gratitude was raised to a level truly proper for God.
One such example is the Samaritan man in today’s passage, whose eucharistic offering to God was the contrition of his heart, “the sacrifices of God are a broken spirit, a broken and a contrite heart” (Psalm 50, 17) as described by the Prophet David, and which the God made Man accepted as pure incense. This same gratitude is what St. Paul felt in the depths of his soul because God had invited him, had revealed him the true faith and made him an fervent preacher of the Gospel. St. Paul wrote to the Thessalonians: “In everything give thanks; for this is the will of God in Christ Jesus for you” (Thes. 1 5,18). That means that we too in every situation, whether happy or sad, whether ill or healthy, in life or death, must offer thanksgiving to God, because this is what we are asked by our Lord Jesus Christ.
However this teaching of the Apostle, "in everything give thanks" is strange and difficult to achieve. Because one thinks, we can thank the Lord when we're happy, but how can we thank God when we are immersed in grief, or illness, or in the specter of death? Saint Gregory Palamas gives us the answer and says: “If while in the depths of evil, we can thank the Lord this is wonderful! Because first you have pleased God, and second you have shamed the devil, third, what had happened was proven to be insignificant and of lesser importance. So while you thank God, He removes the sorrow and the devil disappears.”
St. Isaac the Syrian, on the same theme, says that whoever shows gratitude motivates his benefactor to offer him more benefactions. Again he says: "Whoever is not grateful for the smallest, then in the bigger he is a liar and unjust."
My brethren, let us finish today’s teaching of the Gospel with the words of St. Nicodemus of Mount Athos: “Become so pleasing to God for everything. If you are healthy, then the gift of God is health. Acknowledge therefore the goodness and say with David: my expended body exalts Him, and with my song I give thanks to Him (Psalm 27, 7). If you are sick then the illness of the body is the salvation of your soul, say therefore along with Job: blessed be the name of the Lord (Job 1, 21). If you are wealthy and happy, thank the Lord with David’s words: Bless the Lord, O my soul and forget not all His benefits (Psalm 102, 2).
If you are poor and miserable, glorify with patience Him, who provides for everything, and who, instead of the earthly is preparing the heavenly for you, and say along with Job: the Lord gave and the Lord has taken away (Job 1, 21). Everyone about anything, and in each case and circumstance and situation, should thank God. Do not ever let the praise of God to miss from your mouth, and do not ever let your lips move without saying: Glory to you, oh God”.
Fr. Konstantinos Manetas
ΙΒ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ
Στο σημερινό ευαγγέλιο ακούμε τον ευαγγελιστή Λουκά να μας περιγράφει τη θεραπεία των δέκα λεπρών από τον Κύριο μας. Οι ταλαίπωροι αυτοί άνθρωποι οι οποίοι ήσαν κοινωνικά απόβλητοι αφού ο Νόμος θεωρούσε ακάθαρτο ακόμη και όποιον τους πλησίαζε και τους άγγιζε, ζούσαν απομονωμένοι σε κάποιο χωριό, στα σύνορα της Ιουδαίας με τη Σαμάρεια. Καθώς περνούσε από κει ο Κύριος, αυτοί από μακριά Του φώναζαν με δυνατή φωνή: “Ιησού επιστάτα ελέησε μας”. Ο φιλεύσπλαχνος Ιησούς τους προέτρεψε τότε να πάνε να τους εξετάσουν οι ιερείς, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι από το Νόμο γιά την εξέταση των λεπρών. Εκείνοι, υπακούοντας στα λόγια Του, έφυγαν να πάνε εκεί, οπότε στο δρόμο καθώς πήγαιναν, θεραπεύθηκαν από την ασθένεια τους. Από τους δέκα που γιατρεύτηκαν μόνο ένας αλλόφυλος, ένας Σαμαρείτης, επέστρεψε τότε πίσω γιά να ευχαριστήση τον Κύριο και να δοξάση τον Θεό με ευγνωμοσύνη στην καρδιά του. Τότε ο Χριστός, αφού παραπονέθηκε γιά την αχαριστία των υπολοίπων, χάρισε στο Σαμαρείτη, την ειρήνη και τη σωτηρία της ψυχής του.
Αγαπητοί αδελφοί, στο σημερινό ευαγγέλιο, ακούμε τον Κύριο να τονίζει την ανάγκη να δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας απέναντι στον Θεό και να Τον δοξάζουμε. Ο Σαμαρείτης δεν πρόσφερε υλικά δώρα στον Ιησού Χριστό, τον ευεργέτη του και ιατρό του, αλλά Του πρόσφερε την καρδιά του και την ψυχή του. Η καρδιά του αισθάνθηκε την ευεργεσία και κατανύχθηκε, οπότε “επέστρεψε με φωνή μεγάλη δοξάζοντας τον Θεό”, και η ψυχή του γέμισε από ευγνωμοσύνη προς τον Ιησού Χριστό, οπότε “έπεσε κατά γης με το πρόσωπό του μπροστά τα πόδια Του ευχαριστώντας Τον” (Λουκ. 17, 15-16).
Γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι παντεξούσιος, και πανυπερτέλειος, και ανενδεής, δηλαδή δεν έχει ανάγκη από τίποτα, ούτε από τη δική μας δοξολογία, ούτε από τα δικά μας δώρα. Επειδή όμως και η μέσω λόγων και η μέσω έργων προσφερόμενη σ’Αυτόν ευχαριστία αποτελεί ένδειξη αγαθής ψυχής, γι’αυτό την δέχεται ο Θεός με ευμένεια. Διότι η ευγνωμοσύνη του ανθρώπου, είναι μεγάλη αρετή, και γι’αυτό τήν ζητάει ο Θεός από μας, και γι’αυτήν λαβαίνουμε εμείς πλούσιες τις ανταμοιβές Του. Ηδη από μέσα από την Παλαιά Διαθήκη, ο Αβελ πρόσφερε από ευγνωμοσύνη στο Θεό τα δώρα του, και γιά να μην αμφιβάλλουμε ότι τα δώρα αυτά έγιναν ευπρόσδεκτα, η Αγία Γραφή σημείωσε ότι “επείδεν ο Θεός επί Αβελ και επί τοις δώροις αυτού” (Γεν. 4,4). Ακολουθεί ο Νώε, ο οποίος “εύρε χάριν ενώπιον του Κυρίου του Θεού” (Γεν. 6,8), καθώς με τις θυσίες που πρόσφερε, έδειξε την ευχαριστία του στο Θεό που τον έσωσε από τον κατακλυσμό.
Μετά τον Νώε, και οι Πατριάρχες έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους φτιάχνοντας θυσιαστήρια και προσφέροντας θυσίες τις οποίες ο Θεός αποδεχόταν ευμενώς. Μάλιστα η Γραφή επιβεβαιώνει ότι ο ίδιος ο Θεός πρόσταξε τον Ιακώβ ότι θέλει να γινόμαστε ευχάριστοι προς Αυτόν, και ότι ζητάει την απόδειξη της ευγνωμοσύνης μας. Οταν ο Ιακώβ που είχε φοβηθεί την οργή του αδελφού του Ησαύ έφυγε από την πατρική γη, ο Θεός εμφανίστηκε σ’αυτόν, τον ενθάρρυνε και του υποσχέθηκε να τον προστατεύει. Και όταν εκείνος μετά από χρόνια επέστρεψε ευτυχής και πλούσιος, ο Θεός τον πρόσταξε να δείξει προς Αυτόν την ευγνωμοσύνη που Του χρωστούσε, χτίζοντας ένα θυσιαστήριο και προσφέροντας θυσίες. Φθάνοντας στην Καινή Διαθήκη όπου έχουμε την τελειοποίηση του νόμου από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, βλέπουμε την αρετή της ευγνωμοσύνης να ανυψώνεται στα επίπεδα που πραγματικά αρμόζουν στο Θεό. Τέτοιο παράδειγμα είναι και ο Σαμαρείτης της σημερινής περικοπής, του οποίου η ευχαριστιακή πρὀς το Θεό προσφορά ήταν η συντριβή της καρδιάς του, “θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον” (Ψαλμ. 50,19) όπως την περιγράφει ο Προφήτης Δαυίδ, και την οποίαν ο Θεάνθρωπος αποδέχθηκε σαν καθαρό θυμίαμα. Αυτήν την ευγνωμοσύνη ένοιωθε μέσα στα βάθη της ψυχής του και ο Απόστολος των εθνών, ο Παύλος, επειδή ο Θεός τον προσκάλεσε, του έδειξε την αληθινή πίστη και τον κατέστησε κήρυκα του Ευαγγελίου Του, ώστε έλεγε στους Θεσσαλονικείς: “Να ευχαριστείτε τον Θεό γιά το καθετί. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού όπως αποκαλύφθηκε σε σας διά του Χριστού” (Θεσ. Β’ 5,18). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κι’εμείς σε κάθε περίσταση, είτε χαιρόμαστε, είτε λυπόμαστε, είτε είμαστε ασθενείς ή υγιαίνοντες, ή στην ευτυχία, ή στον θάνατο, να προσφέρουμε ευχαριστία στον Θεό, γιατί έτσι μας το ζήτησε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Αυτή όμως η διδασκαλία του Αποστόλου, “εν παντί ευχαριστείτε” μας ακούγεται περίεργη και δυσκολοκατόρθωτη. Διότι σκέπτεται κανείς, καλά να ευχαριστούμε όταν είμαστε χαρούμενοι, αλλά πως είναι δυνατόν να ευχαριστούμε το Θεό όταν είμαστε βυθισμένοι μέσα στη θλίψη, ή στην αρρώστια, ή στο φάσμα του θανάτου; Μας απαντάει λοιπόν ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και μας λέει: “Εάν ευχαριστούμε ενώ βρισκόμαστε στο βάθος των κακών, αυτό είναι θαυμαστό! Διότι πρώτον, εύφρανες το Θεό, δεύτερο, ντρόπιασες το διάβολο, τρίτο, αυτό που συνέβη το απέδειξες μηδαμινό. Δηλαδή συγχρόνως εσύ ευχαριστείς, και ο Θεός απομακρύνει τη λύπη, και ο διάβολος υποχωρεί”. Ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος, πάνω στο ίδιο θέμα λέει ότι όποιος ευχαριστεί παρακινεί τον ευεργέτη του να του δίνει περισσότερες ευεργεσίες. Και πάλι λέει: “όποιος δεν ευχαριστεί γιά τα μικρότερα, τότε και στα μεγαλύτερα είναι ψεύτης και άδικος”.
Αδελφοί μου, ας ολοκληρώσουμε τη σημερινή διδασκαλία του Ευαγγελίου με τα λόγια του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: “Γίνε λοιπόν άνθρωπε ευχάριστος στο Θεό γιά το κάθε τι. Εάν υγιαίνεις, δώρο του Θεού είναι η υγεία. Αναγνώρισε λοιπόν την ευεργεσία και λέγε μαζί με τον Δαυίδ: και συνήλθε το καταβεβλημένο σώμα μου και ολόψυχα και με όλη μου τη θέληση θα Τον δοξολογήσω (Ψαλμ. 27,7). Εάν ασθενείς, η ασθένεια του σώματος είναι η σωτηρία της ψυχής, λέγε λοιπόν μαζί με τον Ιώβ: να είναι πάντα το όνομα του Κυρίου ευλογημένο (Ιώβ 1,21). Εάν πλουτείς και ευτυχείς, να ευχαριστείς όπως ο Δαυίδ λέγοντας και συ: ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριο και μην λησμονής καμία από τις προς σε ευεργεσίες Του (Ψαλμ. 102,2). Εάν είσαι πτωχός και δυστυχής, δόξαζε με υπομονή Εκείνον που προνοεί γιά όλα, και ο Οποίος αντί γιά τα επίγεια σου ετοιμάζει τα επουράνια, και λέγε μαζί με τον Ιώβ: όπως εφάνηκε σκόπιμο στον Κύριο έτσι και έγινε (Ιώβ 1,21). Ολοι, και γιά το κάθε τι, δηλαδή σε κάθε υπόθεση, και περίσταση, και κατάσταση, να ευχαριστείτε τον Θεό. Να μη λείπει ποτέ από το στόμα σας η δοξολογία του Θεού, να μη λείπει ποτέ από τα χείλη σας το: δόξα σοι ο Θεός”.
π. Κωνσταντίνος Μανέτας