8th Sunday of Luke
Κήρυγμα H΄Κυριακής Λουκά |Sunday Sermon Luke’s Eighth Gospel
Fr. Konstantinos Manetas
Today’s Gospel reading by St. Luke portrays the discussion that our Lord had with a Lawyer during which we hear the parable of the Good Samaritan. The lawyer in an attempt to trick our Lord into proving that his Word is contradicting the Law asked Him what virtuous acts must he do in order to inherit the eternal Life. Our Lord instead of answering the question turned it back around to the Lawyer and asked him “You who knows the Law what is written for this matter?”. The lawyer then replied: “To love your Lord and God with all your heart, with all your soul, with all your strength and with all your mind, and your neighbor as yourself”. Then, our Lord, who was the One to have given Moses the Commandments told him that he had replied correctly. If we closely examine this answer my brothers and sisters, we can see with how much detail and precision we are asked by God to love Him. The Law of God expects man to offer his entire existence to Him and to use all his powers to love Him. St. Theofylactos states about this “So then, we must give all of ourselves to God, and we must subject our biological powers, our sensory powers and our intellectual powers to the love of God”. The lawyer however had another question about “who is my neighbor?” and to that question Christ chose to answer using the parable of the Good Samaritan. With this parable our merciful Lord teaches us to empathize with our fellow man and to help those in need as much as we possibly can. There is nothing more virtuous than to help someone in need as at that time both parties are benefited to the maximum. The one in need, the poor, is benefited in a material manner as he is given the biological necessities for life. The giver is benefited spiritually, which is even more powerful. However this explanation only represents one meaning of the parable, and if we look at it closely we can see that Christ used it to teach us another message about His own mercy and compassion when faced with the sufferings of humanity from sin and death. According to the Fathers, the injured man in the parable resembles our human nature that was going down from Jerusalem to Jericho – from high to low – from peace and tranquillity (Jerusalem means vision of peace) to a life full of sins and passions (Jericho lays lower than sea level and is suffocating with heat). Because of this “going down” our human nature fell among demons, the robbers, who stripped us of our virtues, and inflicted us the wounds of sins and passions. They left us laying half-dead, that is, our body became mortal while our soul remained immortal. The Priest and the Levite signify the Law and the Prophets who desired to make humankind righteous but were unable to do so because the wounds of sin were incurable and they therefore backed off. But our Lord and God, Who “having become a curse for us” (Gal. 3,13) and was called “Samaritan” (Jn. 8,48) journeyed to us, He came to us purposefully to heal us with His never-ending mercy. He bandaged our wounds and poured on oil and wine, which represent His mercifulness and His Holy Blood, the Holy Communion. He then lifted up our wounded nature upon His own beast of burden, namely upon His own Body and made us partakers and receivers of it. He carried us to The Inn, His Church, which is capable of receiving everyone, even the most sinful. The Disciples, the Teachers and the Archpriests are the Innkeepers to whom God gave the two Denarii, the Old and the New Testament. These two coins were left behind by our Lord, when He was ascending up to the Heavens, to His Disciples and through them and on to the ages to all the Priests and the faithful people. And He said at that time: “Take care of them and whatever more you spend, when I come again, I will repay you”. And when Our Lord returns during His Second Coming, He will say to each one of them who have loved their neighbors: “Well done, good and faithfull servant, enter into the joy of your Lord” (Mat. 25,23). My brothers, unfortunately the human race continues today to walk the way of death, downhill from Jerusalem to Jericho. A few times we go to Church, we listen to the word of God, we occupy ourselves with various religious typicalities and then go back to our passionate way of living. Whatever we do in our life has the end purpose of dealing with our wellbeing and our personal safeguarding, while we continue ignoring the “neighbor” of today’s parable. However Christ keeps on coming today like then, asking us through today’s “innkeepers” –the Archpriests and Priests- to meet our “neighbor”. To do that, we must first aknowledge the fact that we continue walking the way of death, and then we must seek Him and ask Him, to be carried to His Inn, the Church, where we will be taught how to love and minister our “neighbor”. Because a “neighbor” is someone who was created from the same earth and by the same Divine creative breath like us, a “neighbor” is above all our Lord Jesus Christ in “another form”. AMEN
Κάποιος νομικός, ερμηνευτής του Μωσαϊκού νόμου, πλησίασε κάποτε τον Ιησού για να τον πειράξει -και ίσως θέλοντας να τον παγιδέψει- και του είπε: “Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;” Ο Ιησούς τον ρώτησε: “Τι είναι γραμμένο στον Νόμο;” Και ο νομικός απάντησε σύμφωνα με το Δευτερονόμιο και το Λευιτικό: “Πλήρης αγάπη στον Θεό και ανεπιφύλακτη αγάπη στον πλησίον”. Ζήσε τότε έτσι και θα κληρονομήσεις τη αιώνια ζωή, του είπε ο Ιησούς. “Και ποιος είναι ο πλησίον μου;”, ρώτησε τον Ιησού ο νομικός, για να δικαιολογηθεί! Τότε παίρνοντας τον λόγο ο Κύριος παρουσίασε την αριστουργηματική παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, ο οποίος αν και ήταν εχθρός με τον μισοπεθαμένο στον δρόμο άνθρωπο, δεν δίστασε να τον μεταφέρει με το γαϊδουράκι του μέχρι το πανδοχείο, αφού του πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες. Και μάλιστα πλήρωσε χρήματα στον πανδοχέα περισσότερα απ’ όσα χρειάζονταν, για να τον φροντίσει. Μόλις ολοκλήρωσε ο Χριστός την διήγηση, ρώτησε τον νομικό: “Ποιος σου φαίνεται ότι υπήρξε πραγματικά ο πλησίον στον αιμόφυρτο δυστυχή; Ο ιερέας και ο λευίτης που τον εγκατέλειψαν στον δρόμο ετοιμοθάνατο ή ο Σαμαρείτης;” Ο νομικός τότε απάντησε: “Εκείνος που τον ευσπλαχνίστηκε”. Και ο Ιησούς του είπε: “Πήγαινε και κάνε και εσύ το ίδιο”! (Λουκ. 10, 25-37). Ο Χριστός με την σπουδαία αυτή παραβολή διδάσκει ότι κάθε άνθρωπος που έχει την ανάγκη μας είναι ο πλησίον και δεν θα πρέπει να διστάζουμε να προσφέρουμε τη βοήθειά μας όπου και όποτε χρειαστεί. Η καρδιακή σκληρότητα δεν αρμόζει σε χριστιανούς, αλλά οφείλουν να αγαπούν χωρίς ιδιοτελές μέτρο. Σε οποιοσδήποτε άνθρωπο που καταδιώκεται, συκοφαντείται, υποφέρει ή είναι δυστυχισμένος, οφείλουμε να παρέχουμε ευσπλαχνία, προστασία, υπεράσπιση, βοήθεια. Ασχέτως αν είναι ή δεν είναι συγγενής, αν είναι ή δεν είναι γνωστός μας. Διότι κοινή η τύχη των ανθρώπων και το μέλλον απροσδιόριστο. Πριν 45 περίπου χρόνια σε κάποιο σημείο της Αθήνας τραυματίστηκε ένας νεαρός στο πόδι ένεκα ποδοσφαιρικών διαφορών και η αιμορραγία υπήρξε ακατάσχετη. Ο οδηγός διερχόμενου αυτοκινήτου, από τον οποίον ζήτησαν οι φίλοι του να τον μεταφέρει στο πλησιέστερο νοσοκομείο, αρνήθηκε για να μην λερώσει το κάθισμα, όπως είπε, με αίματα. Το αποτέλεσμα ήταν να καθυστερήσουν οι φίλοι του να μεταφέρουν το νέο παιδί στο νοσοκομείο και δυστυχώς ο τραυματίας εξέπνευσε. Το αρνητικό αυτό παράδειγμα επισημαίνει την έλλειψη αγάπης την οποία ζητάει από εμάς ο Θεός. Οι Σαμαρείτες με τους Ιουδαίους ήσαν άσπονδοι εχθροί. Τόσο ο καλός Σαμαρείτης, όσο και ο Χριστός προς τον οποίον η παραβολή προσανατολίζει, δεν κάνουν διακρίσεις. Ο χριστιανός δεν επιτρέπεται να ξεχωρίζει ανθρώπους με βάση τις πολιτικές τους τοποθετήσεις, το χρώμα, τη φυλή, το έθνος τους, τη θρησκεία τους κ.λπ. Δεν δικαιούται κανείς να κάνει διακρίσεις στην αγαθοεργία, όπως διακρίσεις δεν έκανε και ο Χριστός επί γης. Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Επομένως όπως αγαπάμε τον εαυτόν μας, έτσι πρέπει να βλέπουμε και στους άλλους την εικόνα του Θεού και όχι να θεωρούμε τους άλλους ότι είναι η κόλασή μας, σύμφωνα με τα λόγια αθέων διανοουμένων. Τότε μόνο ελαττώνεται ο εγωισμός και προβάλλει πεντακάθαρα και στη δική μας ζωή η χωρίς όρους και όρια αγάπη του Χριστού. Ιδιαίτερα σήμερα που αυξάνεται ο ατομισμός, η αποξένωση και η απανθρωπιά, έχουμε χρέος να συνεισφέρουμε στην ενότητα των διηρημένων, χωρίς να χάνουμε την αλήθεια της πίστης μας, μια αλήθεια που φυσικά δεν διαπραγματευόμαστε.Ο Σαμαρείτης ξεπέρασε τον εαυτόν του, διότι είδε στον συνάνθρωπό του την πραγματική αξία και του ιδίου του εαυτού του. Σκοπός της ζωής δεν είναι τα μικροσυμφέροντά μας, οι ταπεινές επιθυμίες μας και η προάσπιση του εγώ μας, αλλά κυρίως η θεολογική αλήθεια του προσώπου, που είναι η θυσία υπέρ ανωτέρων ιδανικών, η αξία της ζωής, η υπεράσπιση των αδυνάτων και στη συνέχεια ο αγιασμός και η θέωση. Κανείς δεν αγιάζεται ζώντας μόνο για τον εαυτόν του. Ακόμα και οι άγνωστοι μοναχοί των πλέον απομακρυσμένων περιοχών του πλανήτη μας, προσεύχονταν και προσεύχονται συνεχώς υπέρ των άλλων και του σύμπαντος κόσμου. Η αγάπη του Σαμαρείτη φανερώνει την αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους. Ο Θεός Πατέρας δεν δίστασε να θυσιάσει τον μονογενή του Υιό για να ζήσει ο εκπεσών άνθρωπος. Η μεγαλύτερη και έμπρακτη αγάπη αποδείχτηκε ότι είναι η σταυρική θυσία του Χριστού υπέρ της ζωής των ανθρώπων. Η αλληγορική σημασία της παραβολής είναι η εξής: Ο καλός Σαμαρείτης είναι ο Χριστός. Ο χτυπημένος από τους ληστές διαβάτης, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι ο κάθε λαβωμένος από την αμαρτία άνθρωπος. Η σε χαμηλότερο υψόμετρο υπάρχουσα Ιεριχώ φανερώνει την κάθοδο του Θεανθρώπου στη γη για να υπηρετήσει τον τρωθέντα άνθρωπο. Το πανδοχείο συμβολίζει την Εκκλησία, που είναι μοναδικό πνευματικό νοσοκομείο. Το λάδι και το κρασί συμβολίζουν την θεραπεία μέσω των αγιαστικών μυστηρίων. Τα δύο δηνάρια, που πλήρωσε ο Σαμαρείτης στον πανδοχέα, αναγνωρίζουν την μοναδική αξία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και τέλος, η επιστροφή του καλού Σαμαρείτη με σκοπό να μάθει περί της υγείας του ημιθανή διαβάτη, τονίζει την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος θα ξαναγυρίσει, εμφανιζόμενος με δύναμη και δόξα πολύ, «ίνα κρίνει ζώντας και νεκρούς».